- φτηνός
- η , ό дешёвый;
φτηνό αστείο — дешёвая острота;
φτηνή επιτυχία — дешёвый успех;
§
ακριβός στα πίτουρα και φτην στ' αλεύρι ≈ — шампанское пьём, а на спичках экономим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτηνό αστείο — дешёвая острота;
φτηνή επιτυχία — дешёвый успех;
§
ακριβός στα πίτουρα και φτην στ' αλεύρι ≈ — шампанское пьём, а на спичках экономимΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και … Dictionary of Greek
φτηνός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που πουλιέται σε χαμηλή ή μικρή τιμή: Πανιά πολύ φτηνότερα, που το δούλεμά τους δε συγκρίνεται μ εκείνο, τ ακριβοπλήρωσε (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθηνός — και ευτηνός και φθηνός και φτηνός, ή, ό (ΑΜ εὐθηνός, ή, όν) φτηνός, αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή μσν. νεοελλ. ευτελής, μικρής αξίας αρχ. μσν. άφθονος, πλούσιος («εὐθηνοὶ καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ*, παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek
υπερεύωνος — ον, Α πάρα πολύ φτηνός, πάμφθηνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὔωνος «φτηνός, οικονομικός»] … Dictionary of Greek
φτηνούτσικος — η, ο, Ν σχετικά φτηνός. επίρρ... φτηνούτσικα Ν σχετικά φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτηνός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος)] … Dictionary of Greek
φτηνούτσικος, -η — και ια, ο επίρρ. α ο κάπως φτηνός, ο σχεδόν φτηνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλώνητος — ἁλώνητος, ον (Α) 1. αυτός που αγοράστηκε για λίγο αλάτι, ευτελής, φτηνός 2. φρ. «ἁλώνητα δουλάρια», φτηνοί δούλοι από τη Θράκη που πουλιούνταν πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + ὠνητός] … Dictionary of Greek
εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… … Dictionary of Greek
θεόφτηνος — η, ο ο πολύ φτηνός, ο πάμφθηνος … Dictionary of Greek
καλοαγόραστος — καλοαγόραστος, η, ον (Μ) ο αγορασμένος σε καλή τιμή, ο φτηνός … Dictionary of Greek
ολιγοδάπανος — και λιγοδάπανος, η, ο (Α ὀλιγοδάπανος, ον) αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος νεοελλ. αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δαπάνη, πρβλ. πολυ δάπανος] … Dictionary of Greek